Anonymous

νάγμα: Difference between revisions

From LSJ
652 bytes added ,  29 September 2017
26
(6_22)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νάγμα''': τό, πᾶν τὸ πυκνῶς ἐστοιβασμένον, [[οἷον]] [[τοῖχος]] ἐκ λίθων, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 7.
|lstext='''νάγμα''': τό, πᾶν τὸ πυκνῶς ἐστοιβασμένον, [[οἷον]] [[τοῖχος]] ἐκ λίθων, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[νάγμα]], τὸ (Α)<br />(γενικά) [[καθετί]] που έχει στοιβαχθεί ή σωσσωρευθεί με πυκνό τρόπο<br /><b>2.</b> (ειδικά) πλατύ λίθινο [[τείχος]] προφυλάξεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ναγ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>νέ</i>-<i>ναγ</i>-<i>μαι</i>, παθ. παρακμ. του ρ. [[νάσσω]] «[[πιέζω]], [[στοιβάζω]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>, <b>πρβλ.</b> <i>μάγ</i>-<i>μα</i>, [[τάγμα]].
}}
}}