Anonymous

μυριόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_17)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀφθαλμούς, Εὐστ. 1504. 54.
|lstext='''μῡριόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀφθαλμούς, Εὐστ. 1504. 54.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυριόφθαλμος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα μάτια, [[μυριόμματος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]].
}}
}}