Anonymous

ναῦλος: Difference between revisions

From LSJ
2,077 bytes added ,  29 September 2017
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />naulage.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]].
|btext=ου (ὁ) :<br />naulage.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]].
}}
{{grml
|mltxt=ο και ναύλο, το (ΑΜ ναῡλος και ναῡλον)<br />το [[αντίτιμο]] της ναύλωσης πλοίου, δηλ., το [[ποσό]] που καταβάλλεται από τον ναυλωτή στον πλοιοκτήτη για τη [[μεταφορά]] ανθρώπων ή εμπορευμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα [[ναύλα]]<br />(γενικά) το [[αντίτιμο]] που καταβάλλεται για τη [[μεταφορά]] ανθρώπων ή φορτίων με τα διάφορα [[μέσα]] συγκοινωνίας («δεν μού έμειναν χρήματα [[ούτε]] για τα [[ναύλα]] του λεωφορείου»)<br /><b>2.</b> η [[αμοιβή]] του λεμβούχου για τη [[μεταφορά]] προσώπων ή και φορτίου από την [[προκυμαία]] ώς το [[πλοίο]] ή και αντιστρόφως, τα λεμβουχικά<br /><b>μσν.</b><br />[[αμοιβή]] ναυτικού για τη [[συμμετοχή]] του σε [[ταξίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φόρος]] που καταβαλλόταν για τη [[χρήση]] κρατικών πλοίων<br /><b>2.</b> το [[φορτίο]] τών πλοίων<br /><b>3.</b> [[μίσθωμα]], [[ενοίκιο]] μισθώματος<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ναῡλα</i><br />«[[ἐφόδια]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται πιθ. από [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λον</i>, το οποίο όμως δεν εμφανίζεται σε [[άλλο]] παράγωγο υποκοριστικό. Γι' αυτόν τον λόγο έχει υποστηριχθεί ότι η λ. αποτελεί [[άλλη]] [[μορφή]] του [[ναῦσθλον]] ή του [[ναῦσσον]]].
}}
}}