3,277,121
edits
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />constructeur de navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[πήγνυμι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />constructeur de navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[πήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ναυπηγός]] και ναFυπηγός και ναπηγός)<br />(γενικά) αυτός που κατασκευάζει πλοία («ναυπηγὸς ναῡς ποιήσας τέσσαρας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) [[ειδικός]] [[επιστήμονας]] που σχεδιάζει πλοία και διευθύνει τις εργασίες της κατασκευής τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πηγός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμαξο</i>-[[πηγός]], <i>ασπιδο</i>-[[πηγός]]. | |||
}} | }} |