Anonymous

μώλυζα: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_9)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μώλυζα''': ἡ, ([[μῶλυ]] ΙΙ) «[[σκόροδον]] ἁπλῆν τὴν κεφαλὴν ἔχον καὶ μὴ διαλυομένην εἰς ἄγλιθας» Γαλην. Ἱπποκρ. γλωσσ. ἐξήγ. σ. 530, Ἱππ. 583. 8., 625. 3, κτλ.
|lstext='''μώλυζα''': ἡ, ([[μῶλυ]] ΙΙ) «[[σκόροδον]] ἁπλῆν τὴν κεφαλὴν ἔχον καὶ μὴ διαλυομένην εἰς ἄγλιθας» Γαλην. Ἱπποκρ. γλωσσ. ἐξήγ. σ. 530, Ἱππ. 583. 8., 625. 3, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μώλυζα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] [[κρόμμυον]] το [[σκορδόπρασον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεφαλή]] του σκόρδου («[[μώλυζα]] σκορόδων», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μώλυ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ζα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κόνυ</i>-<i>ζα</i>, <i>όρυ</i>-<i>ζα</i>)].
}}
}}