Anonymous

ναυτία: Difference between revisions

From LSJ
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mal de mer ; nausée, envie de vomir.<br />'''Étymologie:''' [[ναύτης]].
|btext=ας (ἡ) :<br />mal de mer ; nausée, envie de vomir.<br />'''Étymologie:''' [[ναύτης]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ναυτία]] και ιων. τ. ναυσίη)<br /><b>1.</b> [[ζάλη]] η οποία οφείλεται στον κλυδωνισμό πλοίου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αηδία]], [[αποστροφή]] («η [[φλυαρία]] του μού προκάλεσε [[ναυτία]]».)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[αίσθημα]] δυσφορίας στη στομαχική [[χώρα]] που συνδυάζεται με [[αίσθημα]] αηδίας για [[λήψη]] τροφής και επικείμενου εμέτου, που [[συχνά]] ακολουθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναύτης]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ία</i>, [[χωρίς]] συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- που βρίσκουμε στο [[ναυσία]])].
}}
}}