Anonymous

νεβρισμός: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_14)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεβρισμός''': ὁ, ([[νεβρίζω]]) τὸ φορεῖν νεβρίδα κατὰ τὰς τελετὰς τοῦ Βάκχου, Ἁρποκρ.
|lstext='''νεβρισμός''': ὁ, ([[νεβρίζω]]) τὸ φορεῖν νεβρίδα κατὰ τὰς τελετὰς τοῦ Βάκχου, Ἁρποκρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεβρισμός]], ὁ (Α) [[νεβρίζω]]<br />το να [[φορά]] [[κάποιος]] [[νεβρίδα]] [[κατά]] τις τελετές του Βάκχου.
}}
}}