Anonymous

νεμητής: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_19)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεμητής''': -οῦ, ὁ, = [[νεμέτωρ]], [[Πολυδ]]. Η΄, 136, Συνέσ. 30C· οὐχὶ νεμέτης, Λοβεκ. Παραλ. 447.
|lstext='''νεμητής''': -οῦ, ὁ, = [[νεμέτωρ]], [[Πολυδ]]. Η΄, 136, Συνέσ. 30C· οὐχὶ νεμέτης, Λοβεκ. Παραλ. 447.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεμητής]], ὁ, θηλ. [[νεμήτρια]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που απονέμει [[δικαιοσύνη]], [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], [[νεμέτωρ]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «Αἰσυμνῆται... οἱ νεμηταί, ὅ ἐστι βραβευταί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δισύλλαβο θ. <i>νεμη</i>- του [[νέμω]] (<b>πρβλ.</b> [[νέμημα]], [[νέμηση]])].
}}
}}