Anonymous

νεοποιός: Difference between revisions

From LSJ
26
(8)
 
(26)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=neopoio/s
|Beta Code=neopoio/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who ploughs up fallow land</b>, <span class="bibl">Poll. 1.221</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who ploughs up fallow land</b>, <span class="bibl">Poll. 1.221</span>.</span>
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που καλλιεργεί για πρώτη [[φορά]] αγροτική [[έκταση]] η οποία έχει μείνει για ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] ακαλλιέργητη, προκειμένου να δυναμώσει η γη και να προετοιμαστεί για νέα [[σπορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}