Anonymous

νεοδάκρυτος: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_18)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοδάκρῡτος''': -ον, ὁ πρὸ μικροῦ δακρύων, Ἡσύχ. ἐν λ. νεοστάλυγες.
|lstext='''νεοδάκρῡτος''': -ον, ὁ πρὸ μικροῦ δακρύων, Ἡσύχ. ἐν λ. νεοστάλυγες.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοδάκρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δάκρυσε πρόσφατα.
}}
}}