Anonymous

νεογνός: Difference between revisions

From LSJ
1,138 bytes added ,  29 September 2017
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />nouveau-né.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[γίγνομαι]].
|btext=ός, όν :<br />nouveau-né.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[γίγνομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νεογνός]], -όν, θηλ. και νεογνή)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[νεογνό]]<br />[[βρέφος]] ή ζώο που γεννήθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο, το νεογέννητο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βιολ.-ιατρ.) το [[βρέφος]] έως το [[τέλος]] της τέταρτης εβδομάδας από τη γέννησή του<br /><b>μσν.</b><br />(για ζώα και [[κυρίως]] για άλογα) αυτός που [[είναι]] [[μικρός]] σε [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γεννήθηκε [[πριν]] από λίγο, [[αρτιγέννητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνός</i> (το μοναδικό συνθ. σε -<i>γνος</i> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] -<i>γν</i>- της ρίζας <i>γεν</i>- του <i>γί</i>-<i>γν</i>-<i>ομαι</i>)].
}}
}}