3,277,197
edits
(6_18) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεοσύστᾰτος''': -ον, ὁ πρὸ μικροῦ συσταθείς, Γαλην.· - ὁ πρὸ μικροῦ προσχωρήσας εἴς τινα αἵρεσιν, [[νέος]] [[προσήλυτος]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 9. | |lstext='''νεοσύστᾰτος''': -ον, ὁ πρὸ μικροῦ συσταθείς, Γαλην.· - ὁ πρὸ μικροῦ προσχωρήσας εἴς τινα αἵρεσιν, [[νέος]] [[προσήλυτος]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεοσύστατος]], -ον)<br />αυτός που έχει συσταθεί πρόσφατα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[νόσημα]]) αυτός που εμφανίστηκε [[πριν]] από λίγο, [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] («[[νεοσύστατος]] [[κατάρρους]]», Ορειβ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που [[πριν]] από λίγο προσχώρησε σε κάποια [[αίρεση]], αυτός που προσηλυτίστηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[συστατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνίσταμαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>σύστατος</i>]. | |||
}} | }} |