Anonymous

νεόστατος: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_17)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόστατος''': -ον, νεωστὶ σταθείς, στερεωθείς, [[νεοπαγής]], Κ. Πορφυρ. σ. 91, καὶ Ἀρχαῖα Λεξικ.
|lstext='''νεόστατος''': -ον, νεωστὶ σταθείς, στερεωθείς, [[νεοπαγής]], Κ. Πορφυρ. σ. 91, καὶ Ἀρχαῖα Λεξικ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεόστατος]], -ον (ΑΜ, Α [[κυπριακός]] τ. νεFόστατος, -ον) αυτός που στερεώθηκε πρόσφατα, [[νεοπαγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στατός]] (<span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στά</i>- του [[ἵστημι]] / <i>ἵστᾱμι</i>), <b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>στατος</i>].
}}
}}