Anonymous

νευρόσπαστος: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mû par des fils ; τὰ νευρόσπαστα sorte de marionnettes.<br />'''Étymologie:''' [[νεῦρον]], [[σπάω]].
|btext=ος, ον :<br />mû par des fils ; τὰ νευρόσπαστα sorte de marionnettes.<br />'''Étymologie:''' [[νεῦρον]], [[σπάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[νευρόσπαστος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νευρόσπαστο</i>(<i>ν</i>)<br />ανδρείκελο, [[ομοίωμα]] που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, [[κυρίως]] για [[παιδιά]], αλλ. [[μαριονέτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ). [[άνθρωπος]] που δεν έχει δική του [[βούληση]] και ενεργεί με την [[επιβολή]] ή την [[υποκίνηση]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] πολύ [[ανήσυχος]] και [[νευρικός]], [[νευρόσπασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κινείται με χορδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σπαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>) <b>πρβλ.</b> <i>κυνό</i>-<i>σπαστος</i>, <i>λυκό</i>-<i>σπαστος</i>].
}}
}}