Anonymous

νευρένδετος: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_17)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευρένδετος''': -ον, ὁ δεδεμένος ἢ τεταμένος, «τεντωμένος» διὰ νευρᾶς, Μανέθων 5. 163.
|lstext='''νευρένδετος''': -ον, ὁ δεδεμένος ἢ τεταμένος, «τεντωμένος» διὰ νευρᾶς, Μανέθων 5. 163.
}}
{{grml
|mltxt=[[νευρένδετος]], -ον (Α)<br />δεμένος ή [[τεταμένος]] με [[νευρά]], με [[χορδή]], ή αυτός που φέρει τεταμένες χορδές («κιθάρη [[νευρένδετος]]», Μανέθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νευρά]] «[[χορδή]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἔνδετος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἐνδέω]] [Ι] «[[δένω]], [[συνδέω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αργυρ</i>-[[ένδετος]], <i>χρυσ</i>-[[ένδετος]]].
}}
}}