Anonymous

νεοσσιά: Difference between revisions

From LSJ
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />nid.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />nid.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[νοσσιά]], η (ΑΜ [[νεοσσιά]] και [[νοσσιά]], Α αττ. τ. [[νεοττιά]] και ιων. τ. ν[ε]οσσιή, Μ και νοσσία) [[νεοσσός]]<br /><b>1.</b> [[φωλιά]] πουλιών με νεογέννητα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[νεογνό]] τών πουλιών, ο [[νεοσσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[φωλιά]] ζώων<br /><b>2.</b> <b>(περιλπτ.)</b> [[οικογένεια]] νεοσσών («ἠθέλησα ἐπισάυνξαι τὰ [[τέκνα]] σου ὃν τρόπον [[ὄρνις]] τὴν ἑαυτῆς νοσσιὰν ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[κυψέλη]] [[μελισσών]] («τῷ κέντρῳ πλήσσουσι τοὺς προσιόντας τῄ νεοσσιᾷ αὐτῶν», ΠΔ).
}}
}}