3,276,318
edits
(6_11) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεφρῑτῐκός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ νεφρίτιδος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 545. | |lstext='''νεφρῑτῐκός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ νεφρίτιδος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 545. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νεφριτικός]], -ή, -όν) [[νεφρίτις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς («νεφριτικά νοσήματα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[νεφρίτιδα]]<br /><b>3.</b> (για φάρμακα) αυτός που χορηγείται στις περιπτώσεις νεφρικών παθήσεων. | |||
}} | }} |