3,274,919
edits
(6_22) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηνέω''': ὡς τὸ [[νηέω]], ἐκτεταμένος Ἐπικὸς [[τύπος]] τοῦ νέω (Δ), παρ, Ὁμήρ. μόνον ὡς διάφορ. γραφ., πλὴν ἐν τοῖς συνθέτοις ἐπι-, παρα-[[νηνέω]], ἴδε Ἰλ. Ψ. 139. | |lstext='''νηνέω''': ὡς τὸ [[νηέω]], ἐκτεταμένος Ἐπικὸς [[τύπος]] τοῦ νέω (Δ), παρ, Ὁμήρ. μόνον ὡς διάφορ. γραφ., πλὴν ἐν τοῖς συνθέτοις ἐπι-, παρα-[[νηνέω]], ἴδε Ἰλ. Ψ. 139. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νηνέω]] (Α)<br />([[εκτεταμένος]] επικ. τ.) [[σωρεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρεκτεταμένο ενεστ. που έχει σχηματιστεί πιθ. με αττ. διπλασιασμό από το ρ. <i>νέω</i> (III). Ο τ. απαντά στον πρτ. <i>ἐνήνεον</i> και, κατ' άλλους, πρόκειται για εσφ. [[μορφή]] του <i>νήεον</i>]. | |||
}} | }} |