Anonymous

νησιώτης: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui réside <i>ou</i> situé dans une île, insulaire.<br />'''Étymologie:''' [[νῆσος]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui réside <i>ou</i> situé dans une île, insulaire.<br />'''Étymologie:''' [[νῆσος]].
}}
{{grml
|mltxt=και νησώτης, ο, θηλ. -ισσα (ΑΜ [[νησιώτης]], Α δωρ. τ. [[νασιώτας]], Α θηλ. νησιῶτις)<br />αυτός που κατοικεί ή γεννήθηκε σε [[νησί]] ή κατάγεται από [[νησί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κολυμβητής]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> α) [[νησιωτικός]]<br />β) αυτός που μοιάζει με [[νησί]]<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος και του Διονύσου στη [[Λοκρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i>, [[κατά]] τα <i>ιδ</i>-<i>ιώτης</i>, <i>στρατ</i>-<i>ιώτης</i>].
}}
}}