Anonymous

νηματώδης: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à des fils.<br />'''Étymologie:''' [[νῆμα]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />semblable à des fils.<br />'''Étymologie:''' [[νῆμα]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ώδες (Α [[νηματώδης]], -ῶδες) [[νήμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῡ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νήμα]] («νηματώδες [[νεύρο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι νηματώδεις</i><br /><b>ζωολ.</b> [[φύλο]] ή [[ομοταξία]] τών νημαθελμίνθων.
}}
}}