Anonymous

νηπιότης: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />enfantillage, puérilité.<br />'''Étymologie:''' [[νήπιος]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />enfantillage, puérilité.<br />'''Étymologie:''' [[νήπιος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νηπιότης]], ἡ (ΑΜ) [[νήπιος]]<br />η [[περίοδος]] της βρεφικής ή νηπιακής ηλικίας του ανθρώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η παιδική [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> [[παιδαριώδης]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς, [[παιδαριωδία]], [[ανοησία]]<br /><b>3.</b> παιδική [[αθωότητα]]<br /><b>4.</b> το να έχει εισέλθει [[κανείς]] για πρώτη [[φορά]] στη ζωή της χριστιανικής Εκκλησίας.
}}
}}