Anonymous

νοθεία: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bâtardise, naissance illégitime.<br />'''Étymologie:''' [[νόθος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />bâtardise, naissance illégitime.<br />'''Étymologie:''' [[νόθος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[νοθεία]]) [[νοθεύω]]<br /><b>1.</b> [[αλλοίωση]] της γνησιότητας ενός πράγματος με [[ξένα]] συστατικά που προστίθενται σε αυτό («[[νοθεία]] κρασιού»)<br /><b>2.</b> [[παραποίηση]] της πραγματικότητας με [[αλλοίωση]] τών στοιχείων ή με [[προσθήκη]] ψεύτικων στοιχείων, [[πλαστότητα]] («εκλογική [[νοθεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[γέννηση]] από μη νόμιμο γάμο ή από γάμο με ταπεινούς γονείς («μὴ γνήσιον ἔχων ὁ [[οἶκος]] διάδοχον ἀποκαλύψῃ τὴν ἐκείνου νοθείαν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}