Anonymous

νοθεύω: Difference between revisions

From LSJ
1,596 bytes added ,  29 September 2017
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=abâtardir ; corrompre, altérer.<br />'''Étymologie:''' [[νόθος]].
|btext=abâtardir ; corrompre, altérer.<br />'''Étymologie:''' [[νόθος]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νοθεύω]]) [[νόθος]]<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] [[νοθεία]], [[καταστρέφω]] τη [[γνησιότητα]], [[κιβδηλεύω]], [[παραποιώ]] («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) [[αλλοιώνω]] τη [[σύσταση]] προσθέτοντας [[ξένη]] [[ουσία]] για [[εξαπάτηση]]<br />και [[κερδοσκοπία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δελεάζω]], [[πλανεύω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>νοθευμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[μοιχός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με [[βιβλίο]], [[λέξη]], ή στίχο) [[θεωρώ]] νόθο, μη γνήσιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[παραπλανώ]], [[παρασύρω]] στην [[ανηθικότητα]]<br /><b>2.</b> (για έγγαμο) [[μοιχεύω]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από τον συνηθισμένο τύπο του, από τη [[μορφή]] που έχει σε φυσιολογική [[κατάσταση]] («[πυρετὸς] [[ὅστις]] ἂν τὸ [[εἶδος]] νοθεύσῃ», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νοθεύει<br />άπαλλοτριεῑ, ἀπατᾱ, κολακεύει».
}}
}}