Anonymous

νοῦμμος: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sesterce <i>à Rome</i>.<br /><i><b>Étym.</b> lat.</i> nummus.
|btext=ου (ὁ) :<br />sesterce <i>à Rome</i>.<br /><i><b>Étym.</b> lat.</i> nummus.
}}
{{grml
|mltxt=νοῡμμος και [[νόμος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] χρυσού, αργυρού ή χάλκινου νομίσματος το οποίο χρησιμοποιούνταν από τους Δωριείς της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, είχε [[βάρος]] ίσο με το 1/10 του κορινθιακού στατήρα και ισοδυναμούσε με 1,50 [[αττικό]] οβολό<br /><b>2.</b> το αργυρό αντίστοιχο της ορειχάλκινης λίτρας<br /><b>3.</b> αργυρό [[νόμισμα]] τών Ρωμαίων, το σηστέρτιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σύνδεση]] της λ. [[νόμος]] (II) με το [[νόμος]] (Ι) ή το [[νόμιμος]] δεν μπορεί να υποστηριχθεί με [[βεβαιότητα]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>nummus</i>, απ' όπου το ελλ. [[νοῦμμος]]].
}}
}}