Anonymous

νομικός: Difference between revisions

From LSJ
5,434 bytes added ,  29 September 2017
27
(T22)
(27)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=νομικη, νομικόν ([[νόμος]]), pertaining to (the) [[law]] ([[Plato]], [[Aristotle]], others): μάχαι, ὁ [[νομικός]], [[one]] [[learned]] in the [[law]], in the N. T. an [[interpreter]] and [[teacher]] of the Mosaic [[law]] (A. V. a [[lawyer]]; cf. [[γραμματεύς]], 2): Luke 14:3.
|txtha=νομικη, νομικόν ([[νόμος]]), pertaining to (the) [[law]] ([[Plato]], [[Aristotle]], others): μάχαι, ὁ [[νομικός]], [[one]] [[learned]] in the [[law]], in the N. T. an [[interpreter]] and [[teacher]] of the Mosaic [[law]] (A. V. a [[lawyer]]; cf. [[γραμματεύς]], 2): Luke 14:3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ός, μόνο ως ουσ. (Α [[νομικός]], -ή, -όν) [[νόμος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «[[νομικός]] [[σύμβουλος]]» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῑς σύ τε καὶ ὅδε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που οφείλει την ύπαρξή του στους νόμους, που υπάρχει σύμφωνα με τους νόμους, ο [[συμβατικός]], («νομικὸν δίκαιον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[νομικός]]<br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] και την [[εφαρμογή]] τών νόμων, [[νομομαθής]], [[δικηγόρος]] ή [[δικαστικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα νομικά</i><br />α) τα θέματα που σχετίζονται με τους νόμους και την [[ερμηνεία]] τους<br />β) η νομική [[επιστήμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) <i>η [[νομικός]]<br />[[γυναίκα]] [[νομομαθής]], [[δικηγόρος]] ή [[δικαστικός]]<br />β) <i>η νομική</i><br />η [[επιστήμη]] που ερευνά τη [[γένεση]] και [[εξέλιξη]] του δικαίου και ερμηνεύει και συστηματοποιεί τους κανόνες του<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Νομική</i><br />η [[σχολή]] του πανεπιστημίου στην οποία διδάσκεται η νομική [[επιστήμη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νομικό [[πρόσωπο]]»<br />i) [[υποκείμενο]] δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, το οποίο δεν έχει [[φυσική]] [[υπόσταση]], [[αλλά]] αναγνωρίζεται από το [[δίκαιο]]<br />ii) <b>στον πληθ.</b> [[ένωση]] προσώπων για [[επιδίωξη]] κοινού σκοπού, με κατάλληλη [[οργάνωση]] και [[τήρηση]] τών από τον νόμο προβλεπόμενων διαδικασιών, η οποία αποκτά [[έτσι]] αυτοτελή [[ικανότητα]] δικαίου, [[δηλαδή]] ανεξαρτητοποιείται πλήρως από τα [[φυσικά]] πρόσωπα που τήν συναποτελούν και γίνεται η [[ίδια]] ιδιαίτερο [[υποκείμενο]] δικαιωμάτων και υποχρεώσεων<br />iii) [[σύνολο]] περιουσίας που διατίθεται για την [[εξυπηρέτηση]] ορισμένου σκοπού η οποία αποκτά [[προσωπικότητα]] [[κατά]] τη [[διαδικασία]] που διαγράφεται σύμφωνα με τον νόμο<br />β) «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου» και με σύντμ. «ΝΠΔΔ» — νομικά πρόσωπα που ασκούν κρατική [[εξουσία]] και διέπονται από τους κανόνες του διοικητικού δικαίου<br />γ) «νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου» και με σύντμ. «ΝΠΙΔ» — νομικά πρόσωπα που δημιουργούνται με ελεύθερη [[βούληση]] ιδιωτών και [[είναι]] τα σωματεία ή οι σύλλογοι, οι επιτροπές εράνων, τα ιδρύματα, οι εμπορικές εταιρείες, οι συνεταιρισμοί και οι διάφορες εταιρείες εμπορικοὺ δικαίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[εκκλησιαστικός]] [[αξιωματούχος]] μονών, επισκοπών κ.λπ.<br />β) [[συμβολαιογράφος]]<br /><b>2.</b> [[νόμιμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ νομικοί</i><br />αξιωματούχοι της Εκκλησίας οι οποίοι συνέγραφαν και υπέγραφαν τα [[κείμενα]] δικαιοπραξιών, δωρεών, ανταλλαγών, συμβιβασμών, διαθηκών κ.ά. πράξεων και τελούσαν υπό την [[εποπτεία]] του πρωτονοταρίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιουδαϊκό Νόμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δικανικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[εξηγητής]] τών νόμων<br />β) [[νομικός]] [[σύμβουλος]] άρχοντος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νομικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ νομικῶς Μ και νομικά)<br />[[κατά]] τους νόμους, σύμφωνα με τον τρόπο που επιβάλλουν οι νόμοι, δικαστικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />από νομική [[άποψη]], από την [[άποψη]] του γραπτού νόμου.
}}
}}