Anonymous

νυκτίγαμος: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_17)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτίγᾰμος''': -ον, ὁ διὰ νυκτὸς εἰς γάμον ἐρχόμενος, Μουσαῖ. 7.
|lstext='''νυκτίγᾰμος''': -ον, ὁ διὰ νυκτὸς εἰς γάμον ἐρχόμενος, Μουσαῖ. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτίγαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έρχεται σε γάμο [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας, δηλ. [[κρυφά]] («Ἡροῡς νυκτιγάμου», Μουσαί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]]).
}}
}}