Anonymous

πάλμα: Difference between revisions

From LSJ
992 bytes added ,  29 September 2017
30
(6_21)
(30)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάλμα''': τό, = [[παλμός]], Γραμμ.
|lstext='''πάλμα''': τό, = [[παλμός]], Γραμμ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[ναυτικό]] [[εργαλείο]] στη ναυπηγική ξυλουργική για τη [[μέτρηση]] του πάχους τών καταρτιών<br /><b>2.</b> [[μετρική]] [[μονάδα]] μήκους η οποία ισούται με [[τέσσερεις]] δακτύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>palma</i> «[[παλάμη]]» (<b>πρβλ.</b> [[παλάμη]])].———————— <b>(II)</b><br />το (Α [[πάλμα]])<br />ο [[παλμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]]. Πρόκειται [[μάλλον]] για αμάρτυρο τ., ο [[οποίος]] πλάστηκε από αρχαίο γραμματικό προκειμένου να δικαιολογηθεί η [[παραγωγή]] του [[παλματίας]]].
}}
}}