Anonymous

περίκουρος: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_15)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίκουρος''': -ον, ([[περικείρω]]) ὁ περικεκαρμένος, ἐπὶ τοῦ προσωπείου γυναικὸς δούλης ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, [[Πολυδ]]. Δ΄, 151. ΙΙ. ὁ κυκλωθεὶς καὶ αἰχμαλωτισθείς, «περίκουροι· οἱ ἐκ τοῦ κυκλωθῆναι ἁλισκόμενοι ἐν ταῖς μάχαις» Ἡσύχ.· [[οὕτως]] ἀμφίκουρο, «[[ἀμφίκουρος]] δὲ ἣν [[ἑκατέρωθεν]] ἄνδρες περιλάβωσιν» Σουΐδ.
|lstext='''περίκουρος''': -ον, ([[περικείρω]]) ὁ περικεκαρμένος, ἐπὶ τοῦ προσωπείου γυναικὸς δούλης ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, [[Πολυδ]]. Δ΄, 151. ΙΙ. ὁ κυκλωθεὶς καὶ αἰχμαλωτισθείς, «περίκουροι· οἱ ἐκ τοῦ κυκλωθῆναι ἁλισκόμενοι ἐν ταῖς μάχαις» Ἡσύχ.· [[οὕτως]] ἀμφίκουρο, «[[ἀμφίκουρος]] δὲ ἣν [[ἑκατέρωθεν]] ἄνδρες περιλάβωσιν» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[περικείρω]]<br /><b>1.</b> (για [[προσωπείο]] δούλας στην [[κωμωδία]]) κουρεμένος [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που κυκλώθηκε και αιχμαλωτίστηκε από κάποιον.
}}
}}