Anonymous

πέτρινος: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de pierre, qui est en pierre;<br /><b>2</b> rocailleux.<br />'''Étymologie:''' [[πέτρα]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de pierre, qui est en pierre;<br /><b>2</b> rocailleux.<br />'''Étymologie:''' [[πέτρα]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πέτρινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ [[πέτρα]]<br /><b>1.</b> [[βραχώδης]] (α. «ο [[πέτρινος]] όγκος του Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> φτιαγμένος από [[πέτρα]] («[[πέτρινος]] [[τοίχος]]»)<br /><b>3.</b> πολύ [[σκληρός]] ή πολύ [[ανθεκτικός]] («πέτρινη [[καρδιά]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για τη Νιόβη) μεταμορφωμένη σε βράχο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πέτρινος]] [[ἀκοντισμός]]» — [[είδος]] κελτικής πολεμικής τακτικής.
}}
}}