Anonymous

παιδόφιλος: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_17)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παιδόφῐλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς παῖδας, θηλ. παιδοφίλη, ἐπίθετ. τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 13· Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα, «ἐπὶ τῶν ἀώρως τελευτησάντων, [[ἤτοι]] ἐπὶ τῶν φιλοτέκνων μὲν, τρυφῇ δὲ διαφθειρόντων αὐτὰ» Ζηνόβ. 3, 3. Παροιμιογρ.
|lstext='''παιδόφῐλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς παῖδας, θηλ. παιδοφίλη, ἐπίθετ. τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 13· Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα, «ἐπὶ τῶν ἀώρως τελευτησάντων, [[ἤτοι]] ἐπὶ τῶν φιλοτέκνων μὲν, τρυφῇ δὲ διαφθειρόντων αὐτὰ» Ζηνόβ. 3, 3. Παροιμιογρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[παιδόφιλος]], -ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τα [[παιδιά]], [[φιλότεκνος]]<br /><b>2.</b> [[παιδεραστής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παιδοφίλη</i><br />[[προσωνυμία]] της Δήμητρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]]].
}}
}}