3,242,428
edits
(31) |
mNo edit summary |
||
(31 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parastatikos | |Transliteration C=parastatikos | ||
|Beta Code=parastatiko/s | |Beta Code=parastatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=παραστατική, παραστατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit for standing by]]. Adv. [[παραστατικῶς]] = [[firmly]], [[with courage]], [[by way of indicating]], Phot., Suid.<br><span class="bld">II</span> [[bringing to light]], [[displaying]], <b class="b3">ἑαυτοῦ τε καὶ τοῦ ἑτέρου</b> Antioch.Ascal. ap.S.E.''M.''7.162; ἀληθοῦς ''Stoic.''2.73; [[indicative]], c. gen., <b class="b3">τὰ καιροῦ παραστατικά</b> (''[[sc.]]'' [[ἐπίρρημα|ἐπιρρήματα]]) οἷον σήμερον D.T.641.28, cf. A.D.''Pron.''7.26, al., S.E. ''M.''8.202; [[making manifest]], <b class="b3">ὁλοτελῶν κόσμων π.</b> Dam.''Pr.''224.<br><span class="bld">III</span> [[able to exhort]] or [[able to rouse]], c. gen., [[ἀγωνία]]ς Plb.3.43.8; ὁρμῆς Plu.''Lyc.'' 21; [[creating a disposition]] or [[creating a propensity]], πρὸς τὰς πράξεις Phld. ''Mus.''p.71 K.; π. πρὸς [[συνουσία]]ν S.E.''M.''1.307; π. ἀπό τινος εἴς τι Phld.''Oec.''p.52 J.<br><span class="bld">IV</span> [[desperately courageous]], Plb.16.5.7 (Comp.). Adv. [[παραστατικῶς]] Id.16.28.8, [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.22: Comp. παραστατικώτερον Id.20.11.<br><span class="bld">2</span> [[desperate]], [[furious]], [[διάθεσις]] Plb.1.67.6, etc.; π. τὰς διανοίας Id.18.46.10.<br><span class="bld">V</span> [[parastatica]], = [[παραστάς]], Vitr.5.1.6, 10.10.2, Plin.''HN''33.52.<br><span class="bld">VI</span> [[παραστατικόν]], τό, [[tomb]], MAMA3.10, al. (Seleucia ad Calycadnum). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0500.png Seite 500]] ή, όν, 1) was das Vermögen hat, Etwas vor die Seele od. vor die Sinne zu stellen, anzudeuten, innerlich anzuregen, Sp., bes. Gramm.; τὰ [[μέλη]] [[κέντρον]] ἔχειν ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ παραστατικὸν ὁρμῆς, Plut. Lyc. 21; ἦν τὸ γιγνόμενον ἐκπληκτικὸν καὶ παραστατικὸν ἀγωνίας, Pol. 3, 43, 8; Sp. – 2) wer gefaßt ist und der Gefahr entgegentritt, kühn, τῆς ψυχῆς γενναιότητι λαμπρότερος καὶ παραστατικώτερος ἢ [[πρόσθεν]], Pol. 16, 5. 7, öfter; auch im schlimmen Sinne, ἀποθηριοῦσθαι καὶ παραστατικὴν λαμβάνειν διάθεσιν, 1, 67, 6; [[ὁρμή]], wüthender Angriff, 33, 8, 5. – 3) verzückt, sowohl von propbellscher Begeisterung, als wahnsinnig. – Adv., bes. in der 2. Bdtg, Pol. 16, 28 u. A.; παραστατικώτερον τὸν κίνδυνον ὑπέμειναν, D. Sic. 20, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0500.png Seite 500]] ή, όν, 1) was das Vermögen hat, Etwas vor die Seele od. vor die Sinne zu stellen, anzudeuten, innerlich anzuregen, Sp., bes. Gramm.; τὰ [[μέλη]] [[κέντρον]] ἔχειν ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ παραστατικὸν ὁρμῆς, Plut. Lyc. 21; ἦν τὸ γιγνόμενον ἐκπληκτικὸν καὶ παραστατικὸν ἀγωνίας, Pol. 3, 43, 8; Sp. – 2) wer gefaßt ist und der Gefahr entgegentritt, kühn, τῆς ψυχῆς γενναιότητι λαμπρότερος καὶ παραστατικώτερος ἢ [[πρόσθεν]], Pol. 16, 5. 7, öfter; auch im schlimmen Sinne, ἀποθηριοῦσθαι καὶ παραστατικὴν λαμβάνειν διάθεσιν, 1, 67, 6; [[ὁρμή]], wüthender Angriff, 33, 8, 5. – 3) [[verzückt]], sowohl von propbellscher Begeisterung, als wahnsinnig. – Adv., bes. in der 2. Bdtg, Pol. 16, 28 u. A.; παραστατικώτερον τὸν κίνδυνον ὑπέμειναν, D. Sic. 20, 11. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br />[[qui excite]], gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρίστημι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραστατικός -ή -όν [παρίστημι] [[in staat op te wekken]], met gen.: π. ὁρμῆς ἐνθουσιώδους prikkelend tot enthousiasme Plut. Lyc. 21.1. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''παραστᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[наглядно представляющий]], [[выражающий]], [[объясняющий]] (ἀληθοῦς Sext.);<br /><b class="num">2</b> [[возбуждающий]] (ἀγωνίας Polyb.; ὁρμῆς Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[отважный]], [[полный решимости]] Polyb.;<br /><b class="num">4</b> [[необузданный]], [[бешеный]] ([[ὁρμή]] Polyb.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[παραστατικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραστάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[παράσταση]] ή που έχει γίνει με τη [[βοήθεια]] προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική [[διδασκαλία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να παριστάνει, να εκφράζει [[κάτι]] με [[ακρίβεια]] και [[ζωντάνια]] («παραστατική [[περιγραφή]]»)<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> «παραστατική [[γεωμετρία]]» — [[κλάδος]] της γεωμετρίας που εξετάζει τις ιδιότητες ενός σχήματος του χώρου μελετώντας τις ιδιότητες της παράστασης του σε ένα ή περισσότερα επίπεδα<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το παραστατικό</i><br />(παλαιότερος όρος) το [[μέρος]] της ψυχολογίας που ερευνά τις παραστάσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] να σταθεί [[κοντά]] σε ένα [[άλλο]] [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να παραστήσει, να απεικονίσει [[κάτι]] ενώπιον άλλου<br /><b>3.</b> αυτός που φανερώνει [[κάτι]], [[αποκαλυπτικός]]<br /><b>4.</b> [[ενδεικτικός]]<br /><b>5.</b> [[αποδεικτικός]], [[επαληθευτικός]]<br /><b>6.</b> αυτός που μπορεί να προκαλέσει, να διεγείρει<br /><b>7.</b> αυτός που προκαλεί [[διάθεση]], [[ροπή]], [[τάση]] για [[κάτι]]<br /><b>8.</b> αυτός που έχει [[ετοιμότητα]] πνεύματος<br /><b>9.</b> [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]]<br /><b>10.</b> απελπισμένος, [[μανιώδης]], [[παράφορος]]<br />11.0 αφιερωμένος στη [[μνήμη]] κάποιου<br /><b>12.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παραστατική</i><br />η [[παραστάδα]]<br /><b>13.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[παραστατικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραστάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[παράσταση]] ή που έχει γίνει με τη [[βοήθεια]] προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική [[διδασκαλία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να παριστάνει, να εκφράζει [[κάτι]] με [[ακρίβεια]] και [[ζωντάνια]] («παραστατική [[περιγραφή]]»)<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> «παραστατική [[γεωμετρία]]» — [[κλάδος]] της γεωμετρίας που εξετάζει τις ιδιότητες ενός σχήματος του χώρου μελετώντας τις ιδιότητες της παράστασης του σε ένα ή περισσότερα επίπεδα<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το παραστατικό</i><br />(παλαιότερος όρος) το [[μέρος]] της ψυχολογίας που ερευνά τις παραστάσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] να σταθεί [[κοντά]] σε ένα [[άλλο]] [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να παραστήσει, να απεικονίσει [[κάτι]] ενώπιον άλλου<br /><b>3.</b> αυτός που φανερώνει [[κάτι]], [[αποκαλυπτικός]]<br /><b>4.</b> [[ενδεικτικός]]<br /><b>5.</b> [[αποδεικτικός]], [[επαληθευτικός]]<br /><b>6.</b> αυτός που μπορεί να προκαλέσει, να διεγείρει<br /><b>7.</b> αυτός που προκαλεί [[διάθεση]], [[ροπή]], [[τάση]] για [[κάτι]]<br /><b>8.</b> αυτός που έχει [[ετοιμότητα]] πνεύματος<br /><b>9.</b> [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]]<br /><b>10.</b> απελπισμένος, [[μανιώδης]], [[παράφορος]]<br />11.0 αφιερωμένος στη [[μνήμη]] κάποιου<br /><b>12.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παραστατική</i><br />η [[παραστάδα]]<br /><b>13.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[παραστατικόν]]<br />[[μνήμα]], [[τάφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραστατικώς</i> και -<i>ά</i> / <i>παραστατικῶς</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο παραστατικό, με ζωηρή [[περιγραφή]], με [[παραστατικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με πολύ [[μεγάλη]] [[τόλμη]] και [[θάρρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραστᾰτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ικανός]] να στέκεται δίπλα.<br /><b class="num">2.</b> [[ικανός]] να προτρέψει ή να διεγείρει, με γεν., σε Πολύβ., Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[εχέφρων]], [[θαρραλέος]], [[εμψυχωτικός]], σε Πολύβ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραστᾰτικός''': ἡ, όν, ἀρμόδιος ὄπως [[ἵσταται]] πλησίον τινός· ἐπίρρ. -κῶς, Φώτ., Σουΐδ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ παραστήση τι ἐνώπιόν τινος, ὁ παρέχων ἔννοιάν τινος, φιλανθρωπίας Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 7· ἀληθοῦς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 249· - ἀπολ., ὁ ποιῶν τι κατάδηλον, αύτοθι 202, κτλ. 3) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξεγείρῃ, μετὰ γεν., ἀγωνίας Πολύβ. 3. 43, 8 ὁρμῆς Πλουτ. Λυκοῦργ. 21· παρ. [[πρός]] τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σέξτ. Ἐμπειρ. 4) ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς, π. τινος, ὁ ἀφιερωμένος εἰς μνήμην τινός, Συλλ. Ἐπιγρ. 9213-18. ΙΙ. ὁ ἔχων ἑτοιμότητα πνεύματος, [[εὐθαρσής]], [[εὔτολμος]], Πολύβ. 16. 5, 7. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 16. 28, 8, Διόδ., κλ. 2) [[παράφορος]], ἀπεγνωκώς, Πολύβ. 1. 67, 6, κτλ.· π. τὰς διανοίας ὁ αὐτ. 18. 29, 10 ΙΙΙ. parastatica= [[παραστάς]], Πλίν. 33. 15, πρβλ. [[παραστάτης]] VI. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=παραστᾰτικός, ή, όν [from πᾰραστάτης]<br /><b class="num">I.</b> fit for [[standing]] by:<br /><b class="num">2.</b> [[able]] to [[exhort]] or [[rouse]], c. gen., Polyb., Plut.<br /><b class="num">II.</b> having [[presence]] of [[mind]], [[courageous]], [[desperate]], Polyb. | |||
}} | }} |