Anonymous

παροικοδόμημα: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_21)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παροικοδόμημα''': τό, διάφράγμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 3.
|lstext='''παροικοδόμημα''': τό, διάφράγμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 3.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παροικοδομώ]]<br /><b>1.</b> [[οικοδόμημα]] κτισμένο [[κοντά]], παράλληλα ή [[απέναντι]] σε [[άλλο]] [[οικοδόμημα]]<br /><b>2.</b> [[μεσότοιχος]], [[χώρισμα]], [[διάφραγμα]]<br /><b>3.</b> [[οικοδόμημα]] [[δίπλα]] σε δρόμο.
}}
}}