Anonymous

οἶκτος: Difference between revisions

From LSJ
1,075 bytes added ,  29 September 2017
28
(Autenrieth)
(28)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(οἴ, ‘[[alas]]!’): [[exclamation]] of [[pity]], [[pity]], [[compassion]].
|auten=(οἴ, ‘[[alas]]!’): [[exclamation]] of [[pity]], [[pity]], [[compassion]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἶκτος]])<br />[[αίσθημα]] λύπης για την [[κατάσταση]] κάποιου, [[ευσπλαγχνία]], [[συμπάθεια]] («δι' οὶκτου χεῑρά θ' ἱκεσίαν ἔχω», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιφρόνηση]], [[αποτροπιασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θρήνος]], [[οδυρμός]] («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] οίκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχική σημ. «[[θρήνος]], [[οδυρμός]]» της λ. [[οἶκτος]] οδηγεί στη [[σύνδεση]] της με το ρ. [[οἴζω]] «[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οιζύς</i>, [[οίμοι]]). Η [[οικογένεια]] της λ. [[οἶκτος]] [[είναι]] συνώνυμη με εκείνην της λ. [[ἔλεος]], [[αλλά]] περισσότερο εκφραστική].
}}
}}