Anonymous

ὀσφύδιον: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_22)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀσφύδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὀσφύς]], Θεογνώστ. Κανόν. 125 (Α.Β. 1406).
|lstext='''ὀσφύδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὀσφύς]], Θεογνώστ. Κανόν. 125 (Α.Β. 1406).
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀσφύδιον]], τὸ (Α) [[οσφύς]]<br />(υποκορ. του [[οσφύς]]) μικρή [[μέση]], μεσούλα.
}}
}}