Anonymous

παρακέλευσις: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />instruction, recommandation, exhortation.<br />'''Étymologie:''' [[παρακελεύω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />instruction, recommandation, exhortation.<br />'''Étymologie:''' [[παρακελεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-εύσεως, ή Α [[παρακελεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[προτροπή]], [[ενθάρρυνση]], [[εγκαρδίωση]], [[παρακίνηση]]<br /><b>2.</b> [[παραίνεση]], [[συμβουλή]]<br /><b>3.</b> φατριαστική [[συνεννόηση]], [[συνδυασμός]] για εκλογές («ἐκ παρακελεύσεως ἤ καὶ δεκασμοῡ ἀποδεικνύωνται», Δίων Κάσσ).
}}
}}