Anonymous

παραξύω: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_13a)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραξύω''': μέλλ. -ύσσω, = [[παραξέω]] Ι, παραξύοντες [[ἐγγύθεν]] ἔπαιον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 3. 10, 9 [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ -ξύνοντες· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 65· μεταφορ., Λογγῖν. 31. 2.
|lstext='''παραξύω''': μέλλ. -ύσσω, = [[παραξέω]] Ι, παραξύοντες [[ἐγγύθεν]] ἔπαιον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 3. 10, 9 [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ -ξύνοντες· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 65· μεταφορ., Λογγῖν. 31. 2.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ξύω]]<br /><b>1.</b> [[ξύνω]] πλαγίως ή επιφανειακά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ψαύω]] [[κάτι]], [[εγγίζω]], [[ακουμπώ]] επιφανειακά.
}}
}}