3,273,408
edits
(Autenrieth) |
(30) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=only [[part]]., παιφάσσουσα, darting gleams, ‘[[like]] [[lightning]],’ Il. 2.450†. | |auten=only [[part]]., παιφάσσουσα, darting gleams, ‘[[like]] [[lightning]],’ Il. 2.450†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παιφάσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> κινούμαι ορμητικά, τινάσσομαι<br /><b>2.</b> σείομαι<br /><b>3.</b> [[κινώ]] [[κάτι]] βίαια, [[σείω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> P., αμφβλ. σημ. και ετυμολ., με επιτατ. διπλασιασμό (<b>πρβλ.</b> <i>μαι</i>-<i>μάω</i>). Σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες το ρ. έχει τη σημ. «κινούμαι ορμητικά». Ωστόσο, από ένα [[χωρίο]] της Ιλ. <i>παιπάσσουσα παντί φαινομένη</i> προκύπτει η σημ. «[[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]]». Αν θεωρηθεί ότι αυτή [[είναι]] η αρχική του σημ., [[τότε]] θα ήταν δυνατόν να υποτεθεί [[ένας]] [[αρκτικός]] [[φθόγγος]] <i>ğhw</i>- για το ρ. και να συνδεθεί με το λατ. <i>fax</i> «[[πυρσός]]» και το λιθουαν. <i>žvakė</i> «[[κερί]]»]. | |||
}} | }} |