Anonymous

ὁμότροφος: Difference between revisions

From LSJ
28
(SL_2)
(28)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὁμότροφος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> reared [[together]] [[with]] ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει, κασιγνήτα τε Δίκα καὶ [[ὁμότροφος]] Εἰρήνα (v. l. [[ὁμότροπος]]) (O. 13.7)
|sltr=[[ὁμότροφος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> reared [[together]] [[with]] ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει, κασιγνήτα τε Δίκα καὶ [[ὁμότροφος]] Εἰρήνα (v. l. [[ὁμότροπος]]) (O. 13.7)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμότροφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανατράφηκε [[μαζί]] με άλλον («[[Ἄρτεμις]] [[ὁμότροφος]] Ἀπόλλωνι», Ύμν. Απόλλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που τρώγει [[μαζί]] με κάποιον, αυτός που έχει την [[ίδια]] [[διατροφή]] με άλλον («ὁμότροπός τε καὶ [[ὁμότροφος]] [[γίγνεσθαι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁμότροφα [[πεδία]]» — οι πεδιάδες στις οποίες ανατρεφόμαστε [[μαζί]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>τροφος</i>].
}}
}}