Anonymous

ὁδοποιητικός: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_11)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁδοποιητικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἁρμόδιος]] εἰς ὁδοποίησιν, Διον. Ἀρ.
|lstext='''ὁδοποιητικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἁρμόδιος]] εἰς ὁδοποίησιν, Διον. Ἀρ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁδοποιητικός]], -ή, -όν) [[οδοποιώ]]<br />[[κατάλληλος]] για την [[κατασκευή]] οδού, δρόμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οδοποιητικό [[μηχάνημα]]» — [[μηχάνημα]] ειδικά εξοπλισμένο που χρησιμοποιείται στα έργα οδοποιίας.
}}
}}