Anonymous

πολύφωνος: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a beaucoup de sons;<br /><b>2</b> qui parle beaucoup, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φωνή]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a beaucoup de sons;<br /><b>2</b> qui parle beaucoup, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φωνή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> [[σχετικός]] με την [[πολυφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πουλιά και μουσ. όργανα) [[ποικιλόφωνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μιλάει διαφορετικές γλώσσες, που χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[κρασί]]) αυτός που προκαλεί ή ευνοεί τις πολλές κουβέντες, τα [[πολλά]] [[λόγια]]<br /><b>4.</b> (ως επίθ. του Ομήρου [[αλλά]] και πολλών ρητόρων) αυτός που παρουσιάζει [[ποικιλία]] στην [[έκφραση]]<br /><b>5.</b> (το ουδ, ως επίθ.) <i>τὸ πολύφωνον</i><br />[[προσωνυμία]] του Πλάτωνος<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πολύφωνα</i><br />με ποικίλη [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύφωνα</i> Ν, <i>πολυφώνως</i> ΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πολύφωνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>αγριό</i>-<i>φωνος</i>, [[λεπτό]]-<i>φωνος</i>].
}}
}}