Anonymous

πλύμα: Difference between revisions

From LSJ
1,069 bytes added ,  29 September 2017
33
(6_3)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλύμα''': [ῠ], τό, ([[πλύνω]]) [[ὕδωρ]] ἐν ᾧ ἔχει πλυθῇ τι, πλ. ἰχθύων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νίκαις» 4, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 22· [[κρεῶν]] Γαλην.· πλ. ἀλεύρου, [[ὕδωρ]] μεμιγμένον μετ’ ὀλίγου ἀλεύρου, Ἱππ. 407. 9., 1229Η. ΙΙ. μεταφορ., κοινὴ [[πόρνη]], «κατατετριμμένη [[ἑταίρα]]» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 39. ― Περὶ τοῦ τύπου [[πλύσμα]], εὑρισκομένου ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. καὶ ἐπιδοκιμαζομένου ὑπὸ τοῦ Φωτ., ἴδε Λοβέκ. Παραλ. 419· πρέπει νὰ [[εἶναι]] [[πλύμα]] ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 258, [[ἐπειδὴ]] ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] βραχεῖα· οὕτω δὲ φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] καὶ παρὰ Πλάτ. τῷ κωμ., ἔνθ’ ἀνωτ. [[Κατὰ]] τοὺς ἀρίστους κριτικοὺς [[γραπτέον]], πλῦμα, ἴδε Ζηκίδου Λεξικ. Ὀρθογ. κ. Χρηστικ. ἐν λ. πλῦμα.
|lstext='''πλύμα''': [ῠ], τό, ([[πλύνω]]) [[ὕδωρ]] ἐν ᾧ ἔχει πλυθῇ τι, πλ. ἰχθύων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νίκαις» 4, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 22· [[κρεῶν]] Γαλην.· πλ. ἀλεύρου, [[ὕδωρ]] μεμιγμένον μετ’ ὀλίγου ἀλεύρου, Ἱππ. 407. 9., 1229Η. ΙΙ. μεταφορ., κοινὴ [[πόρνη]], «κατατετριμμένη [[ἑταίρα]]» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 39. ― Περὶ τοῦ τύπου [[πλύσμα]], εὑρισκομένου ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. καὶ ἐπιδοκιμαζομένου ὑπὸ τοῦ Φωτ., ἴδε Λοβέκ. Παραλ. 419· πρέπει νὰ [[εἶναι]] [[πλύμα]] ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 258, [[ἐπειδὴ]] ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] βραχεῖα· οὕτω δὲ φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] καὶ παρὰ Πλάτ. τῷ κωμ., ἔνθ’ ἀνωτ. [[Κατὰ]] τοὺς ἀρίστους κριτικοὺς [[γραπτέον]], πλῦμα, ἴδε Ζηκίδου Λεξικ. Ὀρθογ. κ. Χρηστικ. ἐν λ. πλῦμα.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ατος, το / [[πλύσμα]], ΝΑ [[πλύνω]]<br /><b>1.</b> [[νερό]] [[μέσα]] στο οποίο έχει πλυθεί [[κάτι]], [[απόπλυμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> άνοστο και νερόβραστο [[φαγητό]]<br />| <b>νεοελλ.</b> βρόμικο [[νερό]] που προέρχεται [[συνήθως]] από [[πλύσιμο]] μαγειρικών σκευών<br /><b>2.</b> [[νερό]] [[μαζί]] με πίτυρα που δίνεται ως [[τροφή]] στους χοίρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νερό]] ανακατεμένο με [[αλεύρι]], [[χυλός]], [[κουρκούτι]]<br /><b>2.</b> [[προϊόν]] παράγωγο του κινναβάρεως<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πόρνη]].———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Α [[πλύνω]]<br />το [[υγρό]] που απομένει [[μετά]] την [[έκθλιψη]] της [[ελιάς]] και τη [[συναγωγή]] του λαδιού.
}}
}}