Anonymous

πολύρρυμος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_17)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύρρῡμος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ῥυμούς, Ἀρρ. Τακτ. 3, σ. 10.
|lstext='''πολύρρῡμος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ῥυμούς, Ἀρρ. Τακτ. 3, σ. 10.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[άμαξα]]) αυτός που έχει πολλούς ρυμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυμός]] «[[τιμόνι]]»].
}}
}}