3,277,180
edits
(T21) |
(33) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=πολιτευματος, τό ([[πολιτεύω]]), in Greek writings from [[Plato]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> the [[administration]] of [[civil]] affairs or of a [[commonwealth]] (R. V. [[text]] (Phil. as [[below]]) [[citizenship]]).<br /><b class="num">2.</b> the [[constitution]] of a [[commonwealth]], [[form]] of [[government]] and the laws by [[which]] it is administered.<br /><b class="num">3.</b> a [[state]], [[commonwealth]] (so R. V. marginal [[reading]]): [[ἡμῶν]], the [[commonwealth]] whose citizens we are ([[see]] [[πόλις]], b.), [[ἐπί]] γῆς διατριβουσιν, ἀλλ' ἐν οὐρανῷ πολιτευονται, Epist. ad Diogn. c. 5 [ET]; ([[τῶν]] σοφῶν ψυχαί) πατρίδα [[μέν]] [[τόν]] οὐράνιον χῶρον, ἐν ᾧ πολιτευονται, ξένον [[τόν]] περιγειον ἐν ᾧ παρῴκησαν νομιζουσαι, [[Philo]] de confus. ling. § 17; (γυναῖκες ... τῷ τῆς ἀρετῆς ἐγγεγραμμεναι πολιτευματι, de agricult. § 17 at the [[end]]. Cf. [[especially]] Lightfoot on Philippians , the [[passage]] cited). | |txtha=πολιτευματος, τό ([[πολιτεύω]]), in Greek writings from [[Plato]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> the [[administration]] of [[civil]] affairs or of a [[commonwealth]] (R. V. [[text]] (Phil. as [[below]]) [[citizenship]]).<br /><b class="num">2.</b> the [[constitution]] of a [[commonwealth]], [[form]] of [[government]] and the laws by [[which]] it is administered.<br /><b class="num">3.</b> a [[state]], [[commonwealth]] (so R. V. marginal [[reading]]): [[ἡμῶν]], the [[commonwealth]] whose citizens we are ([[see]] [[πόλις]], b.), [[ἐπί]] γῆς διατριβουσιν, ἀλλ' ἐν οὐρανῷ πολιτευονται, Epist. ad Diogn. c. 5 [ET]; ([[τῶν]] σοφῶν ψυχαί) πατρίδα [[μέν]] [[τόν]] οὐράνιον χῶρον, ἐν ᾧ πολιτευονται, ξένον [[τόν]] περιγειον ἐν ᾧ παρῴκησαν νομιζουσαι, [[Philo]] de confus. ling. § 17; (γυναῖκες ... τῷ τῆς ἀρετῆς ἐγγεγραμμεναι πολιτευματι, de agricult. § 17 at the [[end]]. Cf. [[especially]] Lightfoot on Philippians , the [[passage]] cited). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πολιτεύομαι]]<br />το πολιτειακό [[καθεστώς]] μιας χώρας το οποίο στηρίζεται στο Σύνταγμα (α. «δημοκρατικό [[πολίτευμα]]» β. «πολιτεύματα σωφρονικά», Δίον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]], η [[μορφή]] οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας σε μια [[πολιτεία]], σε ένα [[κράτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εκκλησιαστικό [[πολίτευμα]]» — όρος που χρησιμοποιείται για [[δήλωση]] της διοικητικής εξουσίας της Εκκλησίας, η οποία εκπροσωπείται από τους [[τρεις]] βαθμούς της ιεροσύνης, δηλ. του επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του διακόνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[έργο]] της διοίκησης, κυβερνητική [[πράξη]] («[[πάντα]] τὰ τοιαῡτα προηρούμην πολιτεύματα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[πολιτική]] [[τέχνη]] («ὁ γὰρ αὐτὸς [[οὗτος]] ἀνὴρ καὶ πρότερόν τι τοιοῡτον [[πολίτευμα]] ἐπολιτεύσατο», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> η [[κυβέρνηση]] («πρὸς τοὺς κατ' ἀρετὴν ἀξιοῡντας κυρίους [[εἶναι]] τοῡ πολιτεύματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> τα δικαιώματα του πολίτη<br /><b>5.</b> [[σωματείο]]<br /><b>6.</b> κυρίαρχο πολιτικό [[σώμα]] («τοσούτους τε [[εἶναι]] τοὺς ἐν τῷ πολιτεύματι τὸ [[πλῆθος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> πολιτικό [[σωματείο]] που εδρεύει σε [[ξένη]] [[χώρα]] («τὸ [[πολίτευμα]] τῶν ἐν Βερενίκῃ Ιουδαίων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> αυτόνομο [[σώμα]] («τὸ [[πολίτευμα]] τῶν γυναικῶν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>9.</b> η ζωή ενός ατόμου ως πολίτη στην [[πολιτεία]] («τιμᾱν ἐπὶ τῷ πολιτεύματι τούτῳ [[δέον]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ πολιτεύματα</i><br />α) τα [[μέτρα]] που λαμβάνονται από την [[πολιτεία]], δηλ. από την [[κυβέρνηση]] («τῶν τοιούτων πολιτευμάτων οὐδὲν [[πολιτεύομαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) οι δημοκρατίες. | |||
}} | }} |