Anonymous

πολύδιψος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύδιψος''': -ον, ὁ πολλὴν δίψαν προξενῶν, μύακες πολύδιψοι Ξενοκρ. 25, σ. 13, ἔκδ. Κοραῆ, Ὀρειβάσ. σ. 20 Matth.
|lstext='''πολύδιψος''': -ον, ὁ πολλὴν δίψαν προξενῶν, μύακες πολύδιψοι Ξενοκρ. 25, σ. 13, ἔκδ. Κοραῆ, Ὀρειβάσ. σ. 20 Matth.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που προκαλεί πολλή [[δίψα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>διψος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίψα]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπό</i>-<i>διψος</i>].
}}
}}