Anonymous

ὀψιβλαστής: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_7)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψιβλαστής''': -ές, ([[βλαστάνω]]) ὁ ἀργὰ βλαστάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3., 6. 6, 10· - συγκρ. ὀψιβλαστότερος (ὡς ἐκ θετικοῦ ὀψίβλαστος) ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 7.
|lstext='''ὀψιβλαστής''': -ές, ([[βλαστάνω]]) ὁ ἀργὰ βλαστάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3., 6. 6, 10· - συγκρ. ὀψιβλαστότερος (ὡς ἐκ θετικοῦ ὀψίβλαστος) ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀψιβλαστής]], -ές (Α)<br />αυτός που βλαστάνει [[αργά]], καθυστερημένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>ὀψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαστής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλαστάνω]])].
}}
}}