Anonymous

πραγματώδης: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />laborieux, pénible, fatigant.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />laborieux, pénible, fatigant.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[πρᾶγμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> ο [[πραγματοειδής]]<br /><b>2.</b> [[κουραστικός]], [[ανιαρός]], [[πληκτικός]] («[[οὐδέν]] ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ' ὀχληρότερον τὸ [[καλῶς]] φρονεῑν τοῡ κακῶς», Φιλόδ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πραγματωδῶς</i> και <i>πραγματιωδῶς</i>, ΜΑ<br />[[πράγματι]].
}}
}}