Anonymous

πολυτροπία: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />souplesse, habileté.<br />'''Étymologie:''' [[πολύτροπος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />souplesse, habileté.<br />'''Étymologie:''' [[πολύτροπος]].
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α [[πολύτροπος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του πολύτροπου, [[πανουργία]], [[δολιότητα]]<br /><b>2.</b> [[πολλαπλότητα]], [[ποικιλία]] («ἡ ἐν τοῑς σχηματισμοῑς [[καινότης]] τε καὶ [[πολυτροπία]]», Διον. Αλ.).
}}
}}