Anonymous

πορνότριψ: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_12)
(33)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορνότριψ''': ῐβος, ὁ, ([[τρίβω]]) = [[πορνοκόπος]], Συνέσ. 178Β, κτλ.· [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ παλαιοτέρα [[λέξις]], «[[πορνοκόπος]] Μένανδρος λέγει· οἱ δὲ ἀρχαῖοι, [[πορνότριψ]], ὃ καὶ κρεῖτον» Θωμᾶς Μάγιστρ. 291, Φρύνιχ. 415· πρβλ. [[οἰκότριψ]], [[παιδότριψ]].
|lstext='''πορνότριψ''': ῐβος, ὁ, ([[τρίβω]]) = [[πορνοκόπος]], Συνέσ. 178Β, κτλ.· [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ παλαιοτέρα [[λέξις]], «[[πορνοκόπος]] Μένανδρος λέγει· οἱ δὲ ἀρχαῖοι, [[πορνότριψ]], ὃ καὶ κρεῖτον» Θωμᾶς Μάγιστρ. 291, Φρύνιχ. 415· πρβλ. [[οἰκότριψ]], [[παιδότριψ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ιβος, ὁ Α<br />αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεδό</i>-<i>τριψ</i>, <i>σκευό</i>-<i>τριψ</i>].
}}
}}