Anonymous

πραγματεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
33
(T22)
(33)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist [[middle]] [[imperative]] 2nd [[person]] plural πραγματεύσασθε; ([[πρᾶγμα]]); in Greek [[prose]] writings from [[Herodotus]] [[down]]; to be [[occupied]] in [[anything]]; to [[carry]] on a [[business]]; [[specifically]], to [[carry]] on the [[business]] of a [[banker]] or [[trader]] ([[Plutarch]], Sull. 17; Cat. min. 59): WH [[text]] reads the infinitive ([[see]] [[their]] Introductory § 404); R. V. [[trade]]. Compare: [[διαπραγματεύομαι]].)  
|txtha=1st aorist [[middle]] [[imperative]] 2nd [[person]] plural πραγματεύσασθε; ([[πρᾶγμα]]); in Greek [[prose]] writings from [[Herodotus]] [[down]]; to be [[occupied]] in [[anything]]; to [[carry]] on a [[business]]; [[specifically]], to [[carry]] on the [[business]] of a [[banker]] or [[trader]] ([[Plutarch]], Sull. 17; Cat. min. 59): WH [[text]] reads the infinitive ([[see]] [[their]] Introductory § 404); R. V. [[trade]]. Compare: [[διαπραγματεύομαι]].)  
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ<br />ματεύομαι, Α [[πράγμα]], -<i>ατος]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διαπραγματεύομαι]] (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με [[φρονιμάδα]]» Αραθ. Μυθ.<br />β. «εἶπε πρὸς αὐτούς<br />πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ [[ἔρχομαι]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξετάζω]] ένα [[θέμα]] προσεχτικά, [[αναπτύσσω]] ένα [[θέμα]], γραπτά ή [[προφορικά]], μελετώντας το σε [[βάθος]], [[διεξέρχομαι]], [[αναλύω]] («η [[μελέτη]] αυτή πραγματεύεται το [[θέμα]] τών ανθρωπίνων δικαιωμάτων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίζω]] για [[κάτι]] («ἀπέδωκαν τὸν νεκρὸν οὐδὲν ἔτι πρηγματευθέντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] [[προσπάθεια]], [[αγωνίζομαι]] («νυνὶ δὲ πολὺ μᾱλλον πραγματεύονται [[ὅπως]] ἄρξουσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφιερώνω]], [[δαπανώ]] τον χρόνο μου σε [[εργασία]] («[[πολλάκις]] γὰρ ὅλην τὴν [[νύκτα]] [[ἄϋπνος]] πραγματεύει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[διεξάγω]], [[διεκπεραιώνω]] μια [[εργασία]]<br /><b>5.</b> (για υπάλληλο) [[ασχολούμαι]] με τη [[διεκπεραίωση]] δημόσιων υποθέσεων<br /><b>6.</b> [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]] με [[προσοχή]] και με [[επιμέλεια]] («[[ὑπέρ]] τοῡ βίου τοῡ ἐμαυτοῡ παντὸς [[πάντα]] ταῡτα [[πραγματεύομαι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[επιχειρώ]] («τὸν δὲ δεύτερον πλοῡν ἐπὶ τῆς αἰτίας ζήτησιν ᾗ πεπραγμάτευμαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> (για συγγραφείς) α) [[εξιστορώ]] με [[επιμέλεια]]<br />β) [[επεξεργάζομαι]], [[εκπονώ]]<br /><b>9.</b> (για ιστορ. συγγραφέα) [[εκθέτω]] συστηματικά<br /><b>10.</b> [[φιλοτεχνώ]], [[συνθέτω]] («[[ποιητής]] ὢν πεπραγμάτευται περὶ τὸ ιερόν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>(παρακμ.)</b> <i>πεπραγμάτευμαι</i><br />[[υφίσταμαι]] προσεκτική και ακριβή [[επεξεργασία]] («ἀναλαμβάνων οὖν αὐτῶν τὰ ποιήματα, ἅ μοι ἐδόκει [[μάλιστα]] πεπραγμάτευσθαι αὐτοῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>12.</b> (η μτχ. αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ πραγματευόμενοι</i><br />έμποροι, πραματευτές<br /><b>13.</b> (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ πεπραγματευμένα</i><br />συνθέσεις, ποιήματα<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πραγματεύομαι]] ἐπὶ τινι» ή «[[πραγματεύομαι]] [[πρός]] τι» — [[κοπιάζω]] για την [[πραγματοποίηση]] ενός πράγματος ή σχεδίου<br />β) «[[μηδέν]] πραγματεύου» — μην ανησυχείς, μην ασχολείσαι με [[τίποτε]]<br />γ) «[[πραγματεύομαι]] ἀπὸ ἐμπορίας καὶ δανεισμῶν» — [[αποκτώ]] χρήματα κάνοντας [[εμπόριο]] και παίρνοντας δάνεια.
}}
}}