Anonymous

πεντέπους: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_20)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντέπους''': ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ ἔκτασιν [[πέντε]] ποδῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 147D, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 77· μεταγεν. [[πεντάπους]] Ἀρρ. Περίπλ. Εὐξ. πόντου σ. 2.
|lstext='''πεντέπους''': ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ ἔκτασιν [[πέντε]] ποδῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 147D, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 77· μεταγεν. [[πεντάπους]] Ἀρρ. Περίπλ. Εὐξ. πόντου σ. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πεντάπους]].
}}
}}